- Ίμπο ή Ίγκμπο
- (Ibo ή Igbo). Μία από τις μεγαλύτερες εθνοτικές ομάδες της νοτιοανατολικής Νιγηρίας, που αριθμεί περίπου 15 εκατομμύρια. Οι Ί., που μιλούν τη γλώσσα ίγκμπο (Kwa), ήταν αρχικά εγκατεστημένοι σε πολλά αυτόνομα χωριά. Ωστόσο, μετά τον ευρωπαϊκό αποικισμό, περίπου στα μέσα του 20ού αι., ανέπτυξαν έντονα την ιδέα της εθνικής αυτοτέλειας. Οι Ί., αν και θεωρούνται τμήμα της λεγόμενης σουδανικής υποφυλής, έχουν λιγότερο σκούρο χρώμα δέρματος, ελαφρά τριχοφυΐα (οι άνδρες) και πρόσωπο πιο πλατύ και κοντό. H κοινωνική διάρθρωση των Ί. βασίζεται στις τάξεις της ηλικίας, ανδρών και γυναικών, καθεμία από τις οποίες έχει συγκεκριμένα καθήκοντα. Οι Ί. πιστεύουν σε ένα υπέρτατο ον, το πνεύμα της Γης, καθώς και σε μικρότερα πνεύματα. H οικονομία τους βασίζεται στη γεωργία (καλλιεργούν κυρίως γιαμ και φοινικόδεντρα). Αξιόλογο είναι το εμπόριο (εξάγουν μεγάλες ποσότητες φοινικελαίου στην Ευρώπη), το οποίο είχε ευνοήσει η σύσταση αποικιών Ί. σε διάφορα μέρη της Νιγηρίας. Οι Ί. σμιλεύουν και χρησιμοποιούν μάσκες, η λειτουργία των οποίων διαφέρει από χωριό σε χωριό. Φημίζονται για την αρχιτεκτονική Μπάρι (Mbari). Το 1967 οι Ί. ανακήρυξαν την εφήμερη Δημοκρατία της Μπιάφρα (βλ. λ. Νιγηρία) και τo 1970 ύστερα από πολλές μάχες και περιπέτειες συνθηκολόγησαν με τις ομοσπονδιακές δυνάμεις.
Νεαρές γυναίκες της φυλής Ίμπο.
Dictionary of Greek. 2013.